ὠκυπέτα

ὠκυπέτα
ὠκυπέτᾱ , ὠκυπέτης
swift-flying
masc nom/voc/acc dual
ὠκυπέτης
swift-flying
masc voc sg
ὠκυπέτᾱ , ὠκυπέτης
swift-flying
masc gen sg (doric aeolic)
ὠκυπέτης
swift-flying
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὠκυπέτα — Ὠκυπέτᾱ , Ὠκυπέτη swift flying fem nom/voc/acc dual Ὠκυπέτᾱ , Ὠκυπέτη swift flying fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠκυπέτᾳ — Ὠκυπέτᾱͅ , Ὠκυπέτη swift flying fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπέτᾳ — ὠκυπέται , ὠκυπέτης swift flying masc nom/voc pl ὠκυπέτᾱͅ , ὠκυπέτης swift flying masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠκυπέτας — Ὠκυπέτᾱς , Ὠκυπέτη swift flying fem acc pl Ὠκυπέτᾱς , Ὠκυπέτη swift flying fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπέτας — ὠκυπέτᾱς , ὠκυπέτης swift flying masc acc pl ὠκυπέτᾱς , ὠκυπέτης swift flying masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠκυπέται — Ὠκυπέτᾱͅ , Ὠκυπέτη swift flying fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνάζω — εὐνάζω (Α) [ευνή] 1. τοποθετώ κάποιον σε ένα μέρος για ενέδρα («ἔνθα σ ἐγών... εὐνάσω ἑξείης», Ομ. Οδ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω 3. (για ζώα) βάζω το νεογνό στη φωλιά 4. μτφ. (για θάνατο) καταρρίπτω,… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπους — και χαλκεόπους, ουν, Α 1. αυτός που έχει χάλκινα πόδια 2. αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα 3. (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη βάση, χάλκινα θεμέλια 4. μτφ. α) (στον Όμ.) (για άλογο) ακαταπόνητος («ὑπ ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ ἵππῳ ὠκυπέτα», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • ωκυπέτης — ὁ, θηλ. ὠκυπέτεια, Α αυτός που πετά ή, γενικά, που κινείται γρήγορα 2. μτφ. αυτός που έρχεται γρήγορα ή πρόωρα («ὠκυπέτᾳ μόρῳ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. ταχυ πέτης] …   Dictionary of Greek

  • ὠκυπέται — ὠκυπέτης swift flying masc nom/voc pl ὠκυπέτᾱͅ , ὠκυπέτης swift flying masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”